-
1 συνθήκης
συνθήκηcompounding: fem gen sg (attic epic ionic)——————συνθήκηcompounding: fem dat pl (epic) -
2 συνθήκῃς
Βλ. λ. συνθήκης -
3 ξυνθήκης
συνθήκης, συνθήκηcompounding: fem gen sg (attic epic ionic) -
4 ξυνθηκη
ἥ1) сочетание, связывание(τῶν ὀνομάτων Luc.)
2) тж. pl. условие, соглашение, договорἐκ συνθήκης Plat. и διὰ συνθήκης Arst. — в соответствии с договором;
συνθήκῃ и κατὰ συνθήκην Arst. — по договору;παρὰ τὰς συνθήκας Plat. — вопреки договору -
5 συνθηκη
ἥ1) сочетание, связывание(τῶν ὀνομάτων Luc.)
2) тж. pl. условие, соглашение, договорἐκ συνθήκης Plat. и διὰ συνθήκης Arst. — в соответствии с договором;
συνθήκῃ и κατὰ συνθήκην Arst. — по договору;παρὰ τὰς συνθήκας Plat. — вопреки договору -
6 συνθήκη
η1) (чаще πλ.) условие; обстоятельство;σε εύνςϊκές (δυσμενείς) συνθήκες — или υπό εύνοϊκάς (δυσμενείς) συνθήκας — при благоприятных (неблагоприятных) условиях;
στίς σημερινές συνθήκες — или υπό τάς παρούσας συνθήκας — при настоящих условиях;
κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες — при любых условиях;
οι συνθήκες δεν επιτρέπουν — условия не позволяют;
κατά συνθήκη — или εκ συνθήκης — или διά συνθήκης — по условию;
-
7 статья
-й, γεν. πλθ. -ей, δοτ. -тьям θ.1. άρθρο, δημοσίευμα•газетная статья άρθρο εφημερίδας•
передовая статья κύριο άρθρο•
критическая статья κριτικό άρθρο.
2. ειδική διάταξη νόμου, συνθήκης•-ьй уголовного кодекса άρθρα του ποινικού κώδικα•
статья мирного договора άρθρα της συνθήκης ειρήνης•
статья закона άρθρο του νόμου.
3. ειδική υποδιαίρεση λογιστικής•-ьй дохода άρθρα εσόδων.-
4. κατηγορία, είδος• τομέας.5. παλ. στρατ. βαθμίδα, βαθμός•επιλοχίας πρώτου βαθμού.6. (απλ.) κορμοστασιά, κόψιμο.εκφρ.по всем -ьям – κ. во всех -ьях καθ όλα, κατά πάντα• από κάθε άποψη. -
8 συνθήκη
A compounding, esp. of words and sentences, Luc.Hist.Conscr.46, Hermog.Id.1.1,3, Philostr.VS1.17.4, Herm. in Phdr.p.175 A.: in concrete sense, a compound, Luc.Prom.Es5:— but in early writers,II convention, compact,σ. καὶ ὁμολογία Pl. Cra. 384d
, cf. 433e;ὁ νόμος σ. καὶ ἐγγυητὴς ἀλλήλοις τῶν δικαίων Arist.Pol. 1280b10
, cf. Rh. 1376a33; ἐκ συνθήκης by agreement, Pl.Lg. 879a;διὰ συνθήκης Arist.APr. 50a18
; κατὰ συνθήκην conventionally, opp. φύσει, Id.EN 1133a29; so συνθήκῃ ib. 1134b32: pl.,συνθήκας ποιεῖσθαι τὰς ὑπὲρ τοῦ μὴ βλάπτειν ἄλληλα Epicur.Sent.32
.2 article of a compact or treaty,τὴν ξ. προφέροντες ἐν ᾗ εἴρητο Th.5.31
, cf. 1.78: also, treaty,σ. καὶ συμμαχία SIG421.1
(Thermon, iii B.C.): but in this signf. mostly in pl., articles of agreement, and hence, covenant, treaty, between individuals or states, A.Ch. 555, Ar.Lys. 1267, Isoc.4.176, etc.;συνθῆκαι περὶ εἰρήνης X.Mem.4.4.17
; γάμων ς. Plu.Luc.18; σ. κύριαι, ἄκυροι, Lys.18.15; ἐπ' ἄλλους στρατεύειν οὐκ εἶναι ἐν ταῖς ς. X.HG7.5.4, cf. SIG135.1 (Olynthus, iv B.C.), al.; ξυνθῆκαι Λακεδαιμονίων πρὸς βασιλέα.., σπονδὰς εἶναι καὶ φιλίαν κατὰ τάδε Foed. ap. Th.8.37, cf. IG12.90.21, Pl.Cri. 54c, D.15.29;συνθήκας ποιεῖσθαι Hdt.6.42
, Ar. Pax 1065, X.HG7.1.2;ὑπὲρ τῶν βαρβάρων Isoc.4.177
; ποιεῖν τινι πρός τινα between them, X.Lac. 15.1;σ. συνεθέμεθα Lys.13.88
; γράψαι, γράφασθαι, D.48.10, D.S.1.66; ἀναιρεῖν, λύειν, Isoc.17.31, 18.24;παραβῆναι Pl.Cri.
l.c.;ὑπερβαίνειν Aeschin.1.164
; παρ' οὐδὲν ἡγεῖσθαι Decr. ap. D.18.164;συνθήκαις ἐμμένειν Isoc.4.81
; ἐκ τῶν ς. according to the covenant, ib.179; κατὰ τὰς ξ. Th.1.144, cf. Pl.Tht. 183c; opp. παρὰ τὰς ς. Id.Cri. 52d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνθήκη
-
9 περί-δοσις
περί-δοσις, ἡ, die Wette, Hesych. erkl. συνϑήκη u. συνϑήκης ϑέσις.
-
10 συν-θήκη
συν-θήκη, ἡ, Zusammensetzung, bes. stylistische Composition, Rhett. – Gew. Uebereinkunft, Vertrag, Aesch. Ch. 548; συνϑήκας ποιεῖσϑαί τινι, Ar. Pax 1030; Thuc. 5, 31. 8, 36; συνϑήκας ποιεῖσϑαι πρός τινα, Lys. 3, 22; ξυνϑήκας τὰς πρὸς ἡμᾶς παραβάς, Plat. Crit. 54 c; καὶ ὁμολογία, Crat. 384 d; ἐκ συνϑήκης, wie κατὰ συνϑήκην, nach der Verabredung, Legg. IX, 879 a Theaet. 183 c u. Folgde, wie Pol. oft.
-
11 ἐκ-λείπω
ἐκ-λείπω, 1) auslassen, verlassen, so daß man weggeht; χῶρον Aesch. Ch. 536; Thuc. 1, 92 u. A.; τὴν τυραννίδα, aufgeben, Her. 6, 123; τὸν βίον, sterben, Soph. El. 1120; Antiph. 1, 21; φάος Eur.; τὸ ζῆν Pol.; bes. verrätherischer Weise im Stich lassen, προδούς με κἀκλιπών Soph. Phil. 899; τὴν τάξιν, τὴν φυλακήν Plut. u. a. Sp.; auch ohne acc., von Soldaten, desertiren, Xen. An. 7, 4, 2; ἐκλείπειν πόλιν ἐς τὰ ἄκρα, ἐς ἄλλην, eine Stadt verlassen u. in eine andere ziehen, auswandern nach, Her. 6, 100. 8, 50; Xen. An. 1, 2, 24; – sich einer Sache entziehen, στρατείαν Xen. Hell. 5, 2, 22; ὁτιοῠν τῆς παρασκευῆς Thuc. 7, 38; unterlassen, nicht beobachten, ὅσα ἐξελελοίπεσαν τῆς συνϑήκης Thuc. 5, 42; ϑεραπείας σώματος, τὸ βοηϑεῖν, Plut. Marcell. 17 Lys. 23; ὅρκον, brechen, Eur. I. T. 750, wie τὸ ξυνώμοτον Thuc. 2, 74; – weglassen, bes. in der Rede übergehen, ὄχλον λόγων Aesch. Prom. 829; πολλὰ ἐξέλιπον λέγων Pers. 505; εἴ τι ἐξέλιπον, σὸν ἔργον ἀναπληρῶσαι Plat. Conv. 188 e; ϑρήνους Eur. Phoen. 1629; ϑήρας μόχϑον Hipp. 52; γραφάς Dem. 25, 47. – 2) intrans., ablassen, nachlassen; ἐπιϑυμίαι Plat. Rep. VI, 485 d; ῥώμη γὰρ ἐκλέλοιπεν, ἣν πρὶν εἴχομεν, eigtl. hat uns verlassen, ist geschwächt, vergangen, Eur. Herc. Fur. 230; μέλαινά τ' ἄστρων ἐκλέλοιπεν εὐφρόνη, es ist Tag geworden, Soph. El. 19, vgl. 985; ἡ νόσος τὸ δεύτερον ἐπέπεσε τοῖς Αϑηναίοις, ἐκλιποῠσα μὲν οὐδένα χρόνον τὸ παντάπασιν, sie hatte nie ganz aufgehört, Thuc. 3, 87; διὰ τὸ ἐκλελοιπέναι αὐτόϑι τὴν χιόνα Xen. An. 4, 5, 15, weil der Schnee dort fortgegangen; αἱ ἐργασίαι διὰ τὸν πόλεμον ἐκλελοίπασιν, sind ins Stocken gerathen, Isocr. 8, 20; ἄνειμι ἐκεῖσε τοῦ λόγου τῇ μοι τὸ πρότερον ἐξέλιπε, wo meine Erzählung stehen blieb, Her. 7, 239; ἡ φωνὴ ἐξέλιπε, ging aus, Luc. Nigr. 35; τοὔνομα Plut. Rom. 18; c. partic., τοὺς τελευτήσαντας τιμῶσα οὐδέποτε ἐκλείπει, sie ermangelt nie zu ehren, Plat. Menex. 249 b, vgl. 234 a. – Ohnmächtig werden, Hippocr.; sterben, Plat. Legg. IX, 856 e; Is. 11, 10. – Von der Sonne u. dem Monde, sich verfinstern (ausbleiben), Thuc. 2, 28 Plat. Phaed. 99 d u. Folgde, der gewöhnliche Ausdruck; Her. 7, 37 sagt dafür auch ὁ ἥλιος ἐκλιπὼν τὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἕδρην ἀφανὴς ἦν, wie Ar. Nub. 575 ἡ Σελήνη δ' ἐκλέλοιπε τὰς ὁδούς. – Das pass., wie intr., ὄνειδος ἐκλείπεται Aesch. Eum. 97, die Schmach verschwindet.
-
12 заключение
1. (в оболочку, кожух) το κλείσιμο, η τοποθέτηση (σε περίβλημα) - в скобки - σε παρένθεση 2. (вывод, суждение) το συμπέρασμα, το πόρισμα 3. юр. η φυλάκιση пожизненное - τα ισόβια δεσμά, η ισόβια κάθειρξη 4. (мира, соглашения) η σύναψη 5. (конец чего-л., последняя часть) το τέλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заключение
-
13 договорный
договорн||ыйприл συμφωνημένος, τής συνθήκης, τής συμφωνίας:\договорныйые обязательства οἱ συμφωνητικές ὑποχρεώσεις, οἱ ὑποχρεώσεις τῶν συμφωνιών· на \договорныйых началах ἐπί τῆ βάσει συμφωνίας, κατόπιν συμφωνίας. -
14 заключение
заключениес1. (лишение свободы) ἡ κράτηση [-ις], ἡ φυλάκιση [-ις]:\заключение под стражу ἡ φυλάκιση· предварительное \заключение ἡ προφυλάκιση· пожизненное \заключение τά ίσό-βια δεσμά· 2.:\заключение договора τό κλείσιμο συμφώνου, τό κλείσιμο συμφωνίας·\заключение мира ἡ σύναψη συνθήκης εἰρήνης·3. (вывод) τό συμπέρασμα, τό πόρισμα:\заключение комиссии τό πόρισμα τής ἐπιτροπής· обвинительное \заключение юр. τό κατηγορητήριο· приходить к \заключениеию καταλήγω στό συμπέρασμα·4. (окончание \заключение в книге, речи) τό τέλος, ἡ κατακλείς· ◊ в \заключение τελειώνοντας, ἐν κατακλείδι. -
15 μονογράφηση
[-ις (-εως)] η подписывание инициалами (документа); визирование;; парафирование;η μονογράφηση τού συμφώνου ( — или της συνθήκης) — парафирование договора
-
16 заключение
-я ουδ.1. έγκλειση, κλείσιμο•заключение в скобки κλείσιμο σε παρένθεση.
2. φυλάκιση, εγκάθειρξη•заключение под страж φυλάκιση με σκοπό (φύλακα)•
подвергать -ю φυλακίζω, βάζω φυλακή•
приговорить к -ю καταδικάζω σε φυλάκιση•
тюремное заключение φυλάκιση, εγκάθειρξη•
пожизненное заключение ισόβια δεσμά•
одиночное заключение εγκάθειρξη στο απομονωτηριο•
предварительное προφυλάκιση.
3. συμπέρασμα, πόρισμα, εξαγόμενο•прийти к заключению καταλήγω, (φτάνω) στο συμπέρασμα•
заключение экспертизы (ή экспертов) πόρισμα των εμπειρογνωμώνων•
обвинительное (νομ.) κατηγορητήριο έγγραφο.
4. τέλος, κατακλείδα, φινάλε• ακροτελεύτιο•в заключение στο τέλος, στην κατακλείδα, τελειώνοντας.
|| σύναψη•заключение мира σύναψη ειρήνης•
заключение договора σύναψη συνθήκης.
-
17 расторжение
-я ουδ.ακύρωση, κατάργηση• ξέσχισμα• διάλυση•расторжение договора ξέσχισμα της συνθήκης•
расторжение соглашения ακύρωση της συμφωνίας•
расторжение брака διάλυση του γάμου.
-
18 συνθήκη
συν-θήκη, ἡ, Zusammensetzung, bes. stilistische Composition. Gew. Übereinkunft, Vertrag; ἐκ συνϑήκης, wie κατὰ συνϑήκην, nach der Verabredung -
19 Agreement
subs.Assent: P. ὁμολογία, ἡ.Concord: P. ὁμόνοια, ἡ, συμφωνία, ἡ (Plat.).Written bond: P. γραμματεῖον, τό, συγγραφή, ἡ, γράμματα, τά.Covenant: P. and V. σύμβασις, ἡ, σύνθημα, τό, συνθῆκαι, αἱ, P. ὁμολογία, ἡ.By agreement: P. ἐκ συνθήκης.In agreement with, adj.: P. ὁμογνώμων (dat.).Be in agreement with, make common cause with: P. κοινολογεῖσθαι (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Agreement
-
20 Bond
subs.Anything that binds: P. and V. δεσμός, ὁ, σύνδεσμος, ὁ.Bonds: see Bondage.Bond of union, subs.: P. δεσμός, ὁ, σύνδεσμος, ὁ.Security: P. and V. ἐγγύη, ἡ.They were anxious to do right beyond the letter of their bond: P. τὸ δίκαιον μᾶλλον τῆς συνθήκης προθύμως παρέσχοντο (Thuc. 4, 61).——————adj.In bondage: P. and V. δοῦλος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bond
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συνθήκης — συνθήκη compounding fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθήκῃς — συνθήκη compounding fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνθήκης — συνθήκης , συνθήκη compounding fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Βερσαλίες — (Versailles). Πόλη (85.726 κάτ. το 1999) της βόρειας Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Ιβελίν, στο γεωγραφικό διαμέρισμα Ιλ ντε Φρανς, περίπου 11 χλμ. ΝΔ του Παρισιού. Οι Β. αποτελούν ουσιαστικά μεγάλο στρατιωτικό και αστικό κέντρο σε διαρκή ανάπτυξη … Dictionary of Greek
Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση — (συντομ. ΔΕΕ, διεθν.Western European Union). Διεθνής οργανισμός με έδρα τις Βρυξέλλες και με σκοπό την αμυντική συνεργασία αρχικά της δυτικής και στη συνέχεια ολόκληρης της Ευρώπης. Περιλαμβάνει 10 πλήρη μέλη (Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Γαλλία,… … Dictionary of Greek
Κιουτσούκ Καϊναρτζή, συνθήκη του- — Συνθήκη ειρήνης την οποία υπέγραψαν η Ρωσία και η Τουρκία στις 21 Ιουλίου 1774 στο ομώνυμο βουλγαρικό χωριό, θέτοντας τέλος στους ρωσοτουρκικούς πολέμους της περιόδου 1768 74. Θεωρείται σταθμός στην ιστορία της ευρωπαϊκής διπλωματίας και αφετηρία … Dictionary of Greek
συνθήκη — Ο όρος συνθήκη, στην ευρύτερη σημασία του, περιλαμβάνει τις συμφωνίες μεταξύ δύο ή περισσότερων υποκείμενων διεθνούς δικαίου, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο να δημιουργήσουν, να τροποποιήσουν ή να καταργήσουν διεθνείς έννομες σχέσεις. Στη… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ρεπνίν, Νικολάι Βασίλιεβιτς — (1734 – 1801). Ρώσος πρίγκιπας, στρατιωτικός και διπλωμάτης. Το 1749 έγινε ανθυπολοχαγός και από το 1756 έως το 1763 πήρε μέρος στον Επταετή πόλεμο. Διετέλεσε πρέσβης στην Πρωσία (1762 63) και στην Πολωνία (1763 69), όπου μάλιστα πέτυχε τη σύναψη … Dictionary of Greek